- χοροστάτης
- χορο-στάτης [ᾰ], [dialect] Dor. [suff] χορο-στάτας, ου, ὁ,A leader of a chorus, IG12(2).645.36 (Nesus, iv B. C.), Him.Or.9.3, Jul.Ep.186:—fem. [suff] χορο-στάτις, ἡ, Alcm.23.84.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοροστάτης — leader of a chorus masc nom sg χοροστατέω lead a chorus imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροστάτης — και δωρ. τ. χοροστάτας, ό, θηλ. χοροστάτις, ιδος, Α αυτός που οδηγεί τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + στάτης (< θ. στα τού ἵστημι), πρβλ. πυρο στάτης] … Dictionary of Greek
χοροστάται — χοροστάτης leader of a chorus masc nom/voc pl χοροστάτᾱͅ , χοροστάτης leader of a chorus masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροστατῶν — χοροστάτης leader of a chorus masc gen pl χοροστατέω lead a chorus pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροστάταις — χοροστάτης leader of a chorus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροστάτην — χοροστάτης leader of a chorus masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροστάτου — χοροστάτης leader of a chorus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροστατώ — χοροστατῶ, έω, ΝΜΑ [χοροστάτης] νεοελλ. (για αρχιερέα) προΐσταμαι κατά την τέλεση τής θείας λειτουργίας μσν. αρχ. είμαι χοροστάτης* … Dictionary of Greek
χοροστάτας — χοροστάτᾱς , χοροστάτης leader of a chorus masc acc pl χοροστάτᾱς , χοροστάτης leader of a chorus masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροστάτις — ιδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. χοροστάτης … Dictionary of Greek
χοροστασία — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. χοροστασίη Α [χοροστάτης] 1. η σύσταση και η εκτέλεση χορού 2. (κατ επέκτ.) χορός νεοελλ. εκκλ. η παρουσία αρχιερέα στη θεία λειτουργία … Dictionary of Greek